- γλωσσοκοπάνα
- ηγυναίκα πολυλογού, γλωσσού: Την αποφεύγω γιατί είναι γλωσσοκοπάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλωσσοκοπάνα — η φλύαρη και αυθάδης γυναίκα … Dictionary of Greek
τσαούσης — ο 1. λοχίας του τουρκικού στρατού. 2. μτφ., άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς. 3. το θηλ., τσαούσα γυναίκα γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, αυταρχική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)